πορνογράφημα

πορνογράφημα
το, Ν
δημοσίευμα με άσεμνο περιεχόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορνογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Σκριπ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πορνογράφημα — το, ατος λογοτέχνημα, θέαμα κτλ. πορνικής υπόθεσης: Απαγορεύεται η κυκλοφορία των πορνογραφημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πορνό — το άκλ., η πορνογραφία, το πορνογράφημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”